στενῶς

στενῶς
στενός
narrow
adverbial
στενόω
straiten
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • μακροστενώς — μακροστενῶς (Μ) επίρρ. με μακρότητα και στενότητα συγχρόνως, μακρόστενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στενῶς (< στενός)] …   Dictionary of Greek

  • συγχρώζω — ΜΑ δίνω σε κάτι το ίδιο χρώμα με κάποιον αρχ. παθ. συγχρῴζομαι είμαι στενώς ενωμένος με κάτι ή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρῴζω «ενώνομαι, χρωματίζω» (< χρώς, χρωτός «χρώμα»)] …   Dictionary of Greek

  • Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”